μακροτάξιδος

μακροτάξιδος
-η, -ο
αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια: Είναι μακροτάξιδο αυτοκίνητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μακροτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια, που ταξιδεύει μακριά …   Dictionary of Greek

  • μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… …   Dictionary of Greek

  • μακροταξιδευτής — ο, θηλ. μακροταξιδεύτρα μακροτάξιδος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”